παροχετευτικός

παροχετευτικός
η , ό[ν] отводной, отводный, отводящий (воду);

παροχετευτικός σωλήν(ας) — отводящая водопроводная труба


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "παροχετευτικός" в других словарях:

  • παροχετευτικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην παροχέτευση, ο κατάλληλος για παροχέτευση: Παροχετευτικός αγωγός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παροχετευτικός — ή, ό / παροχευτικός, ή, όν ΝΜΑ [παροχετεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παροχέτευση 2. αυτός που συντελεί στην παροχέτευση ή είναι κατάλληλος γι αυτήν …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»